- ἵππασμα
- ἵππ-ασμα, ατος, τό,A a ride, Ach. Tat.1.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ίππασμα — ἵππασμα, τὸ (Α) [ιππάζομαι] ίππευση, καβαλίκεμα … Dictionary of Greek